Η βιολογική γεωργία είναι κατάληξη μιας σειράς μελετών και το αποτέλεσμα της ανάπτυξης διαφόρων εναλλακτικών μεθόδων γεωργικής παραγωγής που ξεκίνησαν, από την αρχή του αιώνα, ουσιαστικά, στη Βόρεια Ευρώπη.
Θα πρέπει ιδίως να αναφερθούν εδώ τρία ρεύματα σκέψης:
- Η βιοδυναμική γεωργία, που εμφανίστηκε στη Γερμανία, με την ώθηση του Rudolf Steiner,
- Η οργανική γεωργία (organic farming), που είδε το φως στην Αγγλία χάρη στις απόψεις που ανέπτυξε ο Sir Howard στην Γεωργική του Διαθήκη (1940),
- Η βιολογική γεωργία, που αναπτύχθηκε στην Ελβετία, από τους Hans Peter Rusch και H. Muller.Αυτά τα διάφορα κινήματα θεωρούσαν ουσιαστικό, με ορισμένες αποχρώσεις, τον δεσμό ανάμεσα στην γεωργία και τη φύση καθώς και τον σεβασμό των φυσικών ισορροπιών και απείχαν επομένως από μια προσέγγιση της γεωργίας, που επιδίωκε την μεγιστοποίηση στις αποδόσεις μέσω πολλαπλών παρεμβάσεων με διάφορες κατηγορίες συνθετικών προϊόντων.
Παρά την ύπαρξη και την ισχύ αυτών των ρευμάτων σκέψης, η βιολογική γεωργία έμεινε για πολύ καιρό σε εμβρυακή κατάσταση.
Καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄50, η βασική προτεραιότητα της γεωργίας ήταν να ικανοποιεί, με μια σημαντική αύξηση της γεωργικής παραγωγής, τις άμεσες ανάγκες σε τρόφιμα και να αυξάνει τον βαθμό αυτάρκειας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Είναι κατανοητό επομένως ότι η βιολογική γεωργία δυσκολεύθηκε πολύ να επιτύχει, στο πλαίσιο αυτό, ευνοϊκή απήχηση.
Αντίθετα, το τέλος της δεκαετίας του ΄60 και κυρίως η δεκαετία του ΄70, αντιστοιχούν στην ανάδειξη μιας σημαντικής συνειδητοποίησης σε επίπεδο της προστασίας του περιβάλλοντος, στην οποία η βιολογική γεωργία θα μπορούσε να δώσει την κατάλληλη απάντηση.
Νέοι σύνδεσμοι δημιουργούνται, συγκεντρώνοντας παραγωγούς, καταναλωτές και άλλα άτομα τα οποία ενδιαφέρονται για την οικολογία και για μια περισσότερο στενά συνδεδεμένη με τη φύση, ζωή.
Η βιολογική γεωργία ανθίζει, ωστόσο, πραγματικά, στη διάρκεια της δεκαετίας του ΄80, εφόσον αυτός ο νέος τρόπος παραγωγής και το ενδιαφέρον των καταναλωτών γι’ αυτά τα προϊόντα συνεχίζουν να αναπτύσσονται όχι μόνο στο μεγαλύτερο μέρος των Ευρωπαϊκών χωρών αλλά και σε άλλες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Ιαπωνία.
Παρατηρούμε στην περίπτωση αυτή, μια σημαντική αύξηση του αριθμού παραγωγών και την έναρξη πρωτοβουλιών στον τομέα της μεταποίησης και εμπορίας των βιολογικών προϊόντων.
Αυτό το ευνοϊκό πλαίσιο για την ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας οφείλει σε μεγάλο βαθμό την προέλευσή του στην σταθερή φροντίδα των καταναλωτών να τους προσφέρονται ασφαλή προϊόντα τα οποία πρέπει να παράγονται με μεθόδους παραγωγής που σέβονται και προστατεύουν το περιβάλλον.
Παράλληλα, οι επίσημες διοικητικές υπηρεσίες αναγνωρίζουν σταδιακά τη βιολογική γεωργία εντάσσοντας την στα θέματα έρευνάς τους και αποκτώντας νομοθεσίες για τον τομέα (π.χ. στην Αυστρία, τη Γαλλία, τη Δανία).
Επιπλέον αρχίζουν να χορηγούνται επιδοτήσεις, τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, από ορισμένα κράτη μέλη, υπέρ αυτού του τύπου γεωργίας.
Παρά τις προσπάθειες αυτές, η βιολογική γεωργία παραμένει, ωστόσο και στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ελλειμματική λόγω της έλλειψης αναγνωρισιμότητας.
Πράγματι αφενός μεν, βασιλεύει μια κάποια σύγχυση στα μάτια των καταναλωτών όσον αφορά τη σημασία της ίδιας της έννοιας της βιολογικής γεωργίας και των περιορισμών που η τελευταία αυτή επιβάλλει.
Η αιτία της σύγχυσης αυτής βρίσκεται ουσιαστικά στην ύπαρξη διαφόρων σχολών και διαφορετικών φιλοσοφιών, στην έλλειψη εναρμόνισης των χρησιμοποιουμένων ορολογιών, στην ετερογενή παρουσίαση των προϊόντων, στο αμάλγαμα που πραγματοποιείται ανάμεσα σε βιολογικά προϊόντα, προϊόντα ποιότητας, φυσικά προϊόντα, κλπ.
Η απατηλή χρησιμοποίηση των ενδείξεων που αναφέρονται σ’ αυτόν τον τρόπο παραγωγής συμβάλλει επίσης στην ενίσχυση αυτής της σύγχυσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η θέσπιση ενός νομοθετικού πλαισίου φάνηκε ως το μέσον το οποίο θα επέτρεπε στην βιολογική γεωργία να βρει τη θέση της, κατά αξιόπιστο τρόπο, στην αγορά.
Μια σημαντική νομοθετική ρύθμιση, ο Καν. (ΕΟΚ) 2092/91, εγκρίθηκε στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, στις αρχές της δεκαετίας του ΄90.
Η κίνηση αυτή, επίσημης αναγνώρισης της βιολογικής γεωργίας επεκτάθηκε στη συνέχεια σε διάφορες άλλες χώρες και ακολουθήθηκε από πρωτοβουλίες σε διεθνές επίπεδο.
Η IFOAM (Διεθνής Ομοσπονδία Κινημάτων Οικολογικής Γεωργίας) θέσπισε, τον Νοέμβριο του 1998, τις Γενικές προδιαγραφές της βιολογικής γεωργίας και της μεταποίησης.
Η IFOAM δημιουργήθηκε το 1972 και συγκεντρώνει τις ενδιαφερόμενες οργανώσεις απ’ όλο τον κόσμο στην παραγωγή, την πιστοποίηση, την έρευνα, την εκπαίδευση και την προώθηση της βιολογικής γεωργίας. Οι Γενικές προδιαγραφές της βιολογικής γεωργίας και της μεταποίησης που δημιούργησε δεν είναι υποχρεωτικές, αλλά αποτελούν οπωσδήποτε έναν τρόπο σκέψης, εφόσον συνθέτουν τη σημερινή κατάσταση των μεθόδων παραγωγής και μεταποίησης των βιολογικών προϊόντων.
Η IFOAM δημιούργησε επιπλέον μια περιφερειακή ομάδα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να διατηρήσει με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έναν διάλογο σχετικά με την ανάπτυξη του τομέα της βιολογικής γεωργίας.
Τον Ιούνιο του 1999, η επιτροπή του Codex Alimentarius (Κώδικας Τροφίμων) ενέκρινε τις κατευθυντήριες γραμμές που αφορούν την παραγωγή, τη μεταποίηση, τη σήμανση και την εμπορία των τροφίμων που προέρχονται από τη βιολογική παραγωγή. Οι οδηγίες αυτές καταρτίζουν τις αρχές της βιολογικής παραγωγής σε επίπεδο της γεωργικής εκμετάλλευσης, της προετοιμασίας, της αποθήκευσης, της μεταφοράς, της επισήμανσης και της εμπορίας των βιολογικών προϊόντων.
Από το 1999, ο FAO θέσπισε επίσης ένα πρόγραμμα εργασίας στον τομέα της βιολογικής γεωργίας, στόχος του οποίου είναι ουσιαστικά η ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Οι αρχές που αναφέρονται παρακάτω έχουν συνταχθεί από την IFOAM (Παγκόσμια Ομοσπονδία οργανώσεων Βιολογικής Γεωργίας) και αποτελούν τη βάση με την οποία η βιολογική γεωργία αναπτύσσεται. Εκφράζουν τη συνεισφορά που μπορεί να έχει η βιολογική γεωργία στον κόσμο και ένα όραμα για τη βελτίωση συνολικά της γεωργίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η γεωργία είναι μία από τις πιο βασικές δραστηριότητες της ανθρωπότητας, γιατί όλοι οι άνθρωποι πρέπει να τρέφονται καθημερινά. Η ιστορία, ο πολιτισμός και οι ανθρώπινες αξίες ενσωματώνονται στη γεωργία. Οι αρχές της βιολογικής γεωργίας εφαρμόζονται στη γεωργία με την ευρύτερη έννοια και περιλαμβάνουν τον τρόπο που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη γη, το νερό, τα φυτά και τα ζώα με σκοπό την παραγωγή, την παρασκευή και τη διανομή τροφίμων και των άλλων αγαθών. Αφορούν τον τρόπο που οι άνθρωποι συνδέονται με τους ζώντες οργανισμούς, τις σχέσεις μεταξύ τους και διαμορφώνουν την κληρονομιά για τις μελλοντικές γενιές.
Οι Αρχές της Βιολογικής Γεωργίας είναι απαραίτητες, για να εμπνέουν το κίνημα της βιολογικής γεωργίας σε κάθε του δραστηριότητα. Καθοδηγούν επίσης τις πολιτικές, τα προγράμματα αλλά και τα πρότυπα της IFOAM (Παγκόσμια Ομοσπονδία οργανώσεων Βιολογικής Γεωργίας). Επιπλέον, παρουσιάζονται με ένα όραμα, μια προοπτική να γίνουν αποδεκτές από όλο τον κόσμο.
Η βιολογική γεωργία στηρίζεται σε τέσσερεις βασικές αρχές. Παρακάτω, υπάρχει αναφορά σε κάθε αρχή, που ακολουθείται από μια πιο αναλυτική εξήγηση. Οι αρχές πρέπει να χρησιμοποιούνται στο σύνολό τους, αποτελούν δε ηθικές αρχές για να εμπνεύσουν τη δράση του κινήματος της βιολογικής γεωργίας
Η βιολογική γεωργία πρέπει να στηρίζει και να βελτιώνει την υγεία του εδάφους, των φυτών, των ζώων, των ανθρώπων και του πλανήτη, με τρόπο ενιαίο και αδιαίρετο.
Η αρχή επισημαίνει ότι η υγεία των ατόμων και των κοινωνιών δεν μπορεί να διαχωριστεί από την υγεία του οικοσυστήματος – τα υγιή εδάφη παράγουν υγιείς καλλιέργειες που προωθούν την υγεία των ζώων και των ανθρώπων.
Η υγεία είναι η πληρότητα και την ακεραιότητα των έμβιων συστημάτων. Υγεία δεν είναι απλά η απουσία της ασθένειας, αλλά η διατήρηση της σωματικής, πνευματικής, κοινωνικής και οικολογικής ευημερίας. Ασυλία, την προσαρμοστικότητα και την αναγέννηση είναι βασικά χαρακτηριστικά των υπηρεσιών υγείας.
Ο ρόλος της βιολογικής γεωργίας σε όλα τα στάδια της, παραγωγή, μεταποίηση, διανομή ή κατανάλωση, είναι να διατηρηθεί και να ενισχυθεί η υγεία των οικοσυστημάτων και των οργανισμών, από τον μικρότερο που βρίσκεται στο έδαφος μέχρι τον άνθρωπο. Ειδικότερα, η βιολογική γεωργία έχει σαν στόχο της, να παράγει υψηλής ποιότητας, θρεπτικά τρόφιμα που συμβάλλουν στην πρόληψη σε θέματα υγείας και ευεξίας. Με βάση αυτή την αρχή, θα πρέπει να αποφεύγεται η χρήση λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, κτηνιατρικών φαρμάκων και πρόσθετα τροφίμων που ενδέχεται να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία.
Η Βιολογική Γεωργία πρέπει να βασίζεται στα οικολογικά συστήματα και τους βιολογικούς κύκλους, με τους οποίους πρέπει να συνεργαστούμε, να τους μιμηθούμε και να συμβάλλουμε στη διατήρηση τους.
Αυτή η αρχή ενσωματώνει τη βιολογική γεωργία με τα ζωντανά οικολογικά συστήματα. Προσδιορίζει ότι η παραγωγή πρέπει να βασίζεται σε οικολογικές διαδικασίες και την ανακύκλωση. Διατροφή και ευημερία επιτυγχάνονται με την οικολογία του συγκεκριμένου περιβάλλοντος παραγωγής. Για παράδειγμα, στην περίπτωση των καλλιεργειών αυτό είναι το «ζωντανό χώμα», για τα ζώα είναι το οικοσύστημα της φάρμας, για τα ψάρια και τους άλλους θαλάσσιους οργανισμούς είναι το υδάτινο περιβάλλον.
Η βιολογική γεωργία και η βιολογική κτηνοτροφία θα πρέπει να προσαρμοστούν στους κύκλους παραγωγής και την οικολογική ισορροπία της φύσης. Αυτοί οι κύκλοι είναι μεν παγκόσμιοι, αλλά διαφοροποιούνται ως προς τις ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες.
Η διαχείριση σύμφωνα με τις αρχές της βιολογικής γεωργίας, πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες, την οικολογία, τον πολιτισμό και την κλίμακα κάθε περιοχής. Οι εισροές θα πρέπει να μειωθούν με την επαναχρησιμοποίηση, την ανακύκλωση και την αποτελεσματική διαχείριση των υλικών και της ενέργειας, προκειμένου να διατηρηθεί και να βελτιωθεί η ποιότητα του περιβάλλοντος και η διατήρηση των φυσικών πόρων.
Η βιολογική γεωργία πρέπει να ακολουθεί την οικολογική ισορροπία στις καλλιεργητικές της πρακτικές, μέσω του σχεδιασμού των συστημάτων καλλιέργειας, εγκατάσταση των οικοτόπων και τη διατήρηση της γενετικής και της γεωργικής βιοποικιλότητας.
Όσοι παράγουν, επεξεργάζονται, εμπορεύονται ή καταναλώνουν βιολογικά προϊόντα θα πρέπει να προστατεύουν και να ωφελούν το κοινό περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων των τοπίων, του κλίματος, των οικοτόπων, της βιοποικιλότητας, του αέρα και του νερού.
Η Βιολογική Γεωργία πρέπει να βασίζεται στις σχέσεις που διασφαλίζουν δικαιοσύνη όσον αφορά το κοινό περιβάλλον και τις ευκαιρίες στη ζωή.
Η ισονομία χαρακτηρίζεται από ισότητα, σεβασμό, δικαιοσύνη στην διαχείριση του κοινού κόσμου, τόσο μεταξύ των ανθρώπων όσο και στις σχέσεις τους με τα άλλα έμβια όντα.
Η αρχή αυτή υπογραμμίζει την ανάγκη ότι οι εμπλεκόμενοι στη βιολογική γεωργία θα πρέπει να έχουν ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές που να διασφαλίζουν δικαιοσύνη και ισότητα σε όλα τα επίπεδα και για όλα τα μέρη – αγρότες, εργάτες, μεταποιητές, διανομείς, έμπορους και καταναλωτές.
Η βιολογική γεωργία θα πρέπει να εξασφαλίζει σε όλους μια καλή ποιότητα ζωής και να συμβάλει στην επάρκεια τροφής και τη μείωση της φτώχειας. Στόχος της είναι να παράγει επαρκείς ποσότητες, καλής ποιότητας τροφίμων και άλλων προϊόντων.
Η αρχή αυτή ορίζει ότι στα ζώα θα πρέπει να παρέχονται συνθήκες διαβίωσης, σύμφωνα με τη φυσιολογία τους και την ευζωία τους.
Οι φυσικές και περιβαλλοντικές πηγές που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή και την κατανάλωση θα πρέπει να διαχειρίζονται κατά τρόπο που να είναι κοινωνικά και οικολογικά δίκαιος και θα πρέπει να διατηρούνται ανάλογα για τις μελλοντικές γενιές. Η ισονομία απαιτεί συστήματα παραγωγής, διανομής και εμπορίας που είναι δίκαια, να λειτουργούν με διαφάνεια και να αντιπροσωπεύουν το πραγματικό περιβαλλοντικό και κοινωνικό κόστος.
Η βιολογική γεωργία πρέπει να ασκείται προληπτικά και με υπεύθυνο τρόπο για την προστασία της υγείας και της ευημερίας των σημερινών και των μελλοντικών γενεών και του περιβάλλοντος.
Η βιολογική γεωργία είναι ένα ζωντανό και δυναμικό σύστημα που πρέπει ανταποκρίνεται στις εσωτερικές και εξωτερικές απαιτήσεις και συνθήκες. Όσοι ασχολούνται με την βιολογική γεωργία μπορούν να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα των μεθόδων της και την αύξηση της παραγωγικότητας, χωρίς με τον τρόπο αυτό να κινδυνεύουν με υπονόμευση η υγεία και η ευημερία. Κατά συνέπεια, οι μεν νέες τεχνολογίες πρέπει να αξιολογούνται και δε οι υφιστάμενες μέθοδοι, να επανεξετάζονται. Πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα, έχοντας δεδομένη την ελλιπή κατανόηση των οικοσυστημάτων και της γεωργίας.
Η αρχή αυτή, δηλώνει ότι η πρόληψη και η υπευθυνότητα είναι οι βασικές έννοιες όσον αφορά τη διαχείριση, την ανάπτυξη και τεχνολογικές επιλογές στη βιολογική γεωργία. Η επιστήμη είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι η βιολογική γεωργία είναι υγιεινή, ασφαλής και οικολογικά ορθή. Ωστόσο, η επιστημονική γνώση από μόνη της δεν αρκεί. Η πρακτική εμπειρία, η συσσωρευμένη σοφία, η γνώση του τόπου και της παράδοσης, μπορούν να προσφέρουν λύσεις, δοκιμασμένες στη διάρκεια του χρόνου.
Η βιολογική γεωργία θα πρέπει να αποτρέπει σοβαρούς κινδύνους με την υιοθέτηση κατάλληλων τεχνολογιών και απορρίπτοντας ανεξέλεγκτες τεχνολογίες, όπως είναι η γενετική μηχανική.
Οι αποφάσεις θα πρέπει να αντανακλούν τις αξίες και τις ανάγκες όλων όσων θα μπορούσαν να επηρεαστούν, μέσα από την διαφάνεια και τις συμμετοχικές διαδικασίες.